- επέλευσις
- (-εως) η наступление, приближение;
η επέλευσις τού θανάτου — наступление смерти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η επέλευσις τού θανάτου — наступление смерти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπέλευσις — coming on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπελεύσει — ἐπέλευσις coming on fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπελεύσεϊ , ἐπέλευσις coming on fem dat sg (epic) ἐπέλευσις coming on fem dat sg (attic ionic) ἐπέρχομαι come upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπελεύσεις — ἐπέλευσις coming on fem nom/voc pl (attic epic) ἐπέλευσις coming on fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπελεύσεσιν — ἐπέλευσις coming on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέλευσιν — ἐπέλευσις coming on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέλευση — η (AM ἐπέλευσις) μσν. νεοελλ. 1. έλευση, ερχομός απροσδόκητος 2. επίθεση αρχ. μσν. επιθεώρηση, εξερεύνηση αρχ. 1. τυχαίο γεγονός 2. δικαστική δίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλευσις (< μέλλ. ελεύσ ομαι, τού ρ. έρχομαι)] … Dictionary of Greek
επελευστικός — ἐπελευστικός, ή, όν (AM) [επέλευσις] μσν. σύντομος αρχ. 1. τυχαίος, συμπτωματικός 2. αυτός που τού αξίζει δικαστική δίωξη … Dictionary of Greek
ἐπελεύσεων — ἐπελεύσεω̆ν , ἐπέλευσις coming on fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπελεύσεως — ἐπελεύσεω̆ς , ἐπέλευσις coming on fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπελεύσῃ — ἐφαιρέομαι fut part act fem dat sg (ionic) ἐπελεύσηι , ἐπέλευσις coming on fem dat sg (epic) ἐπέρχομαι come upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)